Ο κρυμμένος χυμός

2 12 2007

Είναι περίπου 02:30. Η νύχτα κυλάει σχεδόν βασανιστικά αργά, καθώς ο Αύγουστος μόλις έχει μπει και για κάποιους τυχερούς, αποτελεί την εποχή της μεγάλης φυγής.

Μέσα στο περίπτερο κάθεται ο Παναγιώτης, ενώ εγώ με το μπλοκ των παραγγελιών ανά χείρας, ως άλλος διάβολος της Ταζμανίας, φέρνω βόλτες γύρω γύρω, ψάχνοντας για ελλείψεις. Εντελώς ξαφνικά, μας προσεγγίζει μια φιγούρα. «Κάπου τον έχω ξαναδεί αυτόν», σκέφτομαι κι αμέσως συνειδητοποιώ πως πρόκειται για γνωστό επαίτη, που γυρίζει στα καφέ και τους δρόμους της πόλης, μοιράζοντας τα «καρτελάκια του οίκτου». Είμαι σίγουρος ότι τα δικά του αναγράφουν «είμαι κωφάλαλος, δεν μπορώ να δουλέψω».

Με μεγάλη μου έκπληξη τον ακούω να λέει κάτι. Δεν κατάλαβα μέσα απ’ το μουρμουρητό του, σύντομα όμως άρχισε να φωνάζει -σχετικά ευδιάκριτα. Για κωφάλαλος που μόλις έλυσε το πρόβλημα της ζωής του, τα πήγαινε περίφημα! «Να μου δώσεις αμέσως πίσω τον χυμό που μου έκρυψε ο άλλος!» Σοκαρισμένος, σταματώ ό,τι έκανα και προσπαθώ να διαλεύκανω την κατάσταση. «Ποιον χυμό; Ποιος άλλος;»

«Ο άλλος, που δούλευε πριν! Πλήρωσα ένα χυμό βύσσινο και μου τον έκρυψε! Νομίζεις ότι τα βρίσκω στον δρόμο τα λεφτά; Ξέρεις πόσο δύσκολα είναι για μένα;»

-παύση-

Ακούγοντας όλα αυτά, πραγματικά ένιωσα την ανάγκη να απαντήσω αντιστοίχως σε σειρά: «Ναι, αν το δω κυριολεκτικά, στον δρόμο τα βρίσκεις. Λες να μην ξέρω αν είναι δύσκολα; Αλλιώς γιατί δουλεύω κάθε μέρα ως το ξημέρωμα;»

Το μόνο που είπαμε, σχεδόν ταυτόχρονα με τον Παναγιώτη, ήταν «αν έχεις κάποιο πρόβλημα με τον κύριο που δουλεύει πριν από εμάς, έλα αύριο να το λύσετε.» Που να ήξερα τι θα ακούσω από εκεί και πέρα; «Αύριο; Εγώ ταξιδεύω αύριο! Να τον πάρεις τώρα τηλέφωνο! Τώρα» Έχω που έχω ένα πρόβλημα με την προστακτική, άκουσα κι αυτό το ανυπέρβλητο, δεν ήθελε και πολύ. «Αυτό που λες δεν γίνεται. Δεν θα πάρω τον άνθρωπο τηλέφωνο στις τρεις τα χαράματα, για κάτι που ακόμα δεν ξέρω αν είναι αλήθεια. Έλα αύριο και μην μας σκοτίζεις παραπάνω!»

«Είστε κλέφτες! Θα δεις τι θα κάνω τώρα! Έχω πολλούς φίλους! Τώρα θα τους πω να έρθουν εδώ και θα γίνει χαμός..» Αυτό ήταν. Την έκανα λαχείο. Μετά το ψέμμα ή την κλεψιά, το καλύτερο που μπορείς να κάνεις ώστε να μου γυρίσει το μάτι, είναι να με απειλήσεις… Άρχισα κι εγώ λοιπόν να μιλώ πιο έντονα. «Νομίζεις ότι θα σε φοβηθώ; Δεν σηκώνω απειλές. Καλύτερα να φύγεις, πριν δημιουργηθούν προβλήματα.»

Όσο θυμωμένος και σοβαρός κι αν ήμουν τη στιγμή εκείνη, δεν θα μπορούσα να συγκρατήσω το γέλιο μου, καθώς έβλεπα τον πρώην κωφάλαλο να κουνάει επιδεικτικά το κινητό του, φωνάζοντας παράλληλα «Το βλέπεις; Το βλέπεις; Έφυγε το μήνυμα! Έφυγε! Σε λίγο θα είναι δέκα φίλοι μου εδώ και θα τα κάνουμε λίμπα!» -Είμαι από τους ανθρώπους που δύσκολα φοβούνται. Επίσης, δεν θα έδινα πότε άνθρωπο σε μπάτσους. Ακόμα κι αν με απειλούσε πραγματικά πολύ.

Ζήτημα ηθικής, όπως αντιλαμβάνεσαι αγαπητέ μου πελάτη.- Εκείνη την ώρα όμως, σκεφτόμενος ότι αν έκανα καμία απερισκεψία, υποθέτωντας πως αυτά που έλεγε ο άλλος μπορεί να ίσχυαν, θεώρησα πως θα ήταν πολύ άσχημο να διακινδυνέψει ο Παναγιώτης εξαιτίας μου. Έτσι, πήρα στο τοπικό τμήμα, όπου για κακή μου τύχη με γνωρίζουν απ’ τις νυχτερινές βάρδιες -και μάλλον με συμπαθούν, αφού δεν ξέρουν την γνώμη μου για το «λειτούργημά» τους- ζητώντας απλώς να περάσουν με κάποιο περιπολικό από εκεί, έτσι για το κακό ενδεχόμενο.

Την στιγμή εκείνη, η φαεινότερη των ιδεών επισκέφθηκε τον Παναγιώτη, ο οποίος ρώτησε «πριν πόση ώρα έγινε αυτό που μας λες, ρε αγόρι μου, για να τελειώνουμε;» «Πριν πέντε λεπτά», απαντάει ο άλλος κι εκεί, αγανακτισμένοι και οι δύο, τον διώξαμε χωρίς πολλές πολλές κουβέντες, την ώρα που περνούσαν μάλιστα και οι αστυνομικοί, οι οποίοι τελικά τον γνώριζαν και του είπαν δυο τρεις κουβεντούλες παράμερα.

Αν είχαμε κάνει αυτή την ερώτηση από το ξεκίνημα, θα είχαμε αποφύγει όλη αυτή την σύγχιση και την στεναχώρια. Ρωτάς γιατί, αγαπημένε μου πελάτη; Η νυχτερινή βάρδια, ξεκινάει στις 00:00 είναι η απάντηση στο ερώτημά σου…


Ενέργειες

Information

Σχολιάστε